- αφορούσε τον...
- cе однеcуваше за ...
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα … Dictionary of Greek
Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
Κέλβιν, Γουίλιαμ Τόμσον — (William Thomson Kelvin, Μπέλφαστ 1824 – Σκοτία 1907). Βρετανός φυσικός. Καταγόταν από μορφωμένους γονείς (ο πατέρας του υπήρξε καθηγητής των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης), ενώ ο ίδιος ήταν προικισμένος με εξαιρετικές πνευματικές… … Dictionary of Greek
πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς … Dictionary of Greek
Χαλτούριν, Συμεών — (1856 – 1882). Ρώσος επαναστάτης. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους οργανωτές της επαναστατικής οργάνωσης Ένωση Ρώσων Εργατών του Βορρά (1878) και αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα εναντίον του τσαρικού καθεστώτος. Το 1880 πήρε διαταγή από … Dictionary of Greek
Κογεβίνας, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1856 – 1897). Λόγιος. Ήταν πατέρας του ζωγράφου και χαλκογράφου Λυκούργου Κογεβίνα, συμμαθητής του Λορέντζου Μαβίλη και φίλος του Γεωργίου Καλοσγούρου. Μελέτησε επισταμένως την αρχαία ελληνική και τη λατινική γλώσσα, ενώ γνώριζε, επίσης … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek